- συμψηφιστικός
- η , ό[ν] эк клиринговый;
συμψηφιστική συμφωνία — клиринговое соглашение;
συμψηφιστικόν γραφείον — банковская расчётная палата
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμψηφιστική συμφωνία — клиринговое соглашение;
συμψηφιστικόν γραφείον — банковская расчётная палата
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμψηφιστικός — ή, ό, Ν [συμψηφίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμψηφισμό. επίρρ... συμψηφιστικώς Ν με συμψηφισμό … Dictionary of Greek